-
1 εὔ-ελπις
εὔ-ελπις, ιδος, 1) der gute Hoffnung hegt, voll guter Hoffnung, εὔελπίς εἰμι, mit folgdm acc. c. inf., Aesch. Prom. 507; εὐέλπιδες ὄντες σωϑήσεσϑαι Thuc. 6, 24, wie Plat. Phaed. 63 c; πρὸς τὸν ϑάνατον Apol. 41 c, wie Luc. Demon. 6; καὶ ϑαῤῥαλέος Plat. Legg. II, 671 c; περί τινος, Hipp. min. 364 a; Din. 1, 93 u. Folgde. – 2) von Sachen, gute Hoffnung erregend, Thuc. 4, 62; Pol. 1, 32, 6 u. Sp.; τὸ εὔελπι, gute Hoffnung, D. Cass. 42, 1. 44, 27.
-
2 διά-θερμος
διά-θερμος, sehr warm, Hippocr.; übertr., οἱ νέοι ὑπὸ τῆς φύσεως, hitzig, Arist. rhet. 2, 12; καὶ ϑαῤῥαλέος Probl. 27, 3.
-
3 θαρσαλέος
θαρσαλέος, ion. u. altatt., später von Plat. an ϑαῤῥαλέος, gutes Muthes, getrost, kühn; πολεμιστής, Il. 21, 589 u. öfter; ϑαρσαλέος γὰρ ἀνὴρ ἐν πᾶσιν ἀμείνων ἔργοισιν Od. 7, 51; ϑαρσ. καὶ ἀναιδής ἐσσι προΐκτης 17, 449, frech, wie ϑαρσαλέη, κύον ἀδδεές 19, 91; ϑαρσαλέοι καὶ τλήμονες, getrost aushaltend, Il. 21, 430; ϑαρσ. ἦτορ 19, 169; φωνή Pind. N. 9, 49; ϑαρσαλέαι ἐλπίδες, kühne Hoffnungen, Aesch. Prom. 534; in Prosa, τίνες ἀπὸ τῶν ἵππων πολεμεῖν ϑαῤῥαλέοι εἰσίν Plat. Prot. 350 a; mit ἀνδρεῖος verglichen ib. 349 e; Lach. 182 c; ϑαῤῥαλέοι καὶ ϑρασεῖς Legg. I, 649 c. – Τὸ ϑαῤῥαλέον, das, woran man sich wagen kann, dem man sich ohne Furcht unterziehen kann, Plat. Prot. 359 c, im Ggstz v. δεινός, vgl. Lach. 195 b ff.; τἀληϑῆ εἰδότα λέγε ἀσφαλὲς καὶ ϑαῤῥαλέον Rep. V, 450 e; ἐν τῷ ϑαῤῥαλέῳ εἶναι Lys. 12, 49, in Sicherheit sein; vgl. Thuc. 2, 51. – Adv., ϑαῤῥαλέως ἔχειν πρὸς ϑάνατον, gutes Muthes sein, Plat. Apol. 34 e, εἰπεῖν u. ä., öfter, wie Sp.
-
4 θαρσαλέος
A daring,πολεμιστής Il. 21.589
, etc.;ἦτορ 19.169
;φωνά Pi.N.9.49
; ἐλπίδες θ. confident, A.Pr. 536 (lyr.): c. inf., ἀπὸ τῶν ἵππων πολεμεῖν θαρρ. Pl.Prt. 350a;θ. περί τι Arist.Rh. 1383a15
: [comp] Comp. , Pl.Prt.l.c.; τὸ θαρσαλέον confidence,ἐν τῷ θαρσαλέῳ εἶναι Th.2.51
, cf. Lys.21.25: so in Adv., θαρραλέως ἔχειν to be of good courage,πρὸς θάνατον Pl.Ap. 34e
;πρὸς τοὺς πολεμίους X.An.2.6.14
: [comp] Comp.- ώτερον Isoc.Ep.7.3
.2 in bad sense, overbold, audacious,θ. καὶ ἀναιδής Od.17.449
;θαρσαλέη, κύον ἀδεές 19.91
;θ. καὶ θρασεῖς Pl.Lg. 649c
. Adv.,ψευδῆ λέγειν θαρραλέως Is.10.1
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > θαρσαλέος
-
5 лихой
лихой 1επ., βρ: лих, -а, -о(παλ. κ. απλ.) κακός, κακούργος, μοχθηρός, κακεντρεχής, κοκοήθης. || δύσκολος, χαλεπός, βαρύς, ζόρικος.εκφρ.-а беда начало ή начать – κάθε αρχή και δύσκολη.лихой 2επ., βρ: лих, -а, -о.1. τολμηρός, άφοβος, γενναίος, παλικαρίσιος• θαρραλέος.2. γρήγορος, ολοταχύς• ακάθεκτος, ορμητικός, λάβρος, θυμοειδής.3. ζωηρός, έντονος.4. ευκίνητος, σβέλτος, επιδέξιος• δεινός, δαιμόνιος.
См. также в других словарях:
θαρραλέος — α, ο (AM θαρσαλέος, νεώτ. αττ. τ. θαρραλέος, α, ον) άφοβος, τολμηρός, γεμάτος θάρρος (α. «θαρραλέος μαχητής» β. «θαρσαλέα φωνά», Πίνδ.) αρχ. 1. αυτός στον οποίο πιστεύει κανείς, στον οποίο έχει εμπιστοσύνη κανείς, αυτός που εμπνέει θάρρος… … Dictionary of Greek
Ερρίκος — I (Enrico, 1174 – 1216). Λατίνος αυτοκράτορας της Κωνσταντινούπολης (1205 16). Πήρε μέρος στην Δ’ Σταυροφορία (1201) και στην πολιορκία της Κωνσταντινούπολης (1204). Ανακηρύχθηκε αντιβασιλιάς το 1205, όταν ο αυτοκράτορας αδελφός του, Βαλδουίνος… … Dictionary of Greek
Μιχαήλ Άγγελος — I Όνομα δύο δεσποτών της Ηπείρου. 1. Μ. Α’ Ά. Κομνηνός (12ος 13ος αι.). Ιδρυτής του δεσποτάτου της Ηπείρου, ενός από τα τρία ελληνικά κράτη που δημιουργήθηκαν μετά την κατάλυση της βυζαντινής αυτοκρατορίας από τους Φράγκους. Νόθος γιος του… … Dictionary of Greek
μολοσσός — Σκύλος εξαιρετικά ρωμαλέος και θαρραλέος, από τον οποίο χαρακτηρίστηκε και ο τύπος των μολοσσοειδών. Κατά την αρχαιότητα υπήρχαν μακεδονικοί και ρωμαϊκοί μολοσσοί· ο σημερινός μ. προέρχεται από μια φυλή που ζει από αιώνες στην Καμπανία της… … Dictionary of Greek
Σαιν - Τζον Περς — (Saint John Perse, ψευδώνυμο του Alexis Saint Leger). Γάλλος διπλωμάτης και ποιητής (νήσος του Σαιν Λεζέ λε Φέγι, Αντίλλες 1887). Από αριστοκρατική οικογένεια που είχε εγκατασταθεί στις Αντίλλες, σπούδασε στη Γαλλία και άρχισε να γράφει το 1904.… … Dictionary of Greek
θαρρετός — και θαρρευτός, ή, ό [Μ θαρρετός, ή, ό(ν)] [θαρρώ] 1. αυτός που έχει θάρρος, θαρραλέος, τολμηρός 2. ενθαρρυντικός («θαρρετό σημάδι», Φαλιέρ.) νεοελλ. 1. θρασύς, αναιδής, αυθάδης («σαν πολύ θαρρετός είναι αυτός και δεν μού αρέσει») 2. ταχύς,… … Dictionary of Greek
τλήμων — και δωρ. τ. τλάμων, ον, Α 1. αυτός που υποφέρει, που πάσχει 2. συνεκδ. υπομονητικός, καρτερόψυχος («οἵαις ἐν πολέμοισι μάχαις τλάμονι ψυχᾷ παρέμεινε», Πίνδ.) 3. τολμηρός, θαρραλέος («ὧδέ τε θαρσαλέοι και τλήμονες», Ομ. Ιλ.) 4. (με κακή σημ.)… … Dictionary of Greek
δερβίσικος — και ντερβίσικος, η, ο [δερβίσης] Ι. 1. αυτός που ανήκει ή ταιριάζει σε δερβίση 2. ο θαρραλέος II. επίρρ. δερβίσικα 1. με τρόπο που ταιριάζει σε δερβίση 2. θαρραλέα … Dictionary of Greek
πτοιαλέος — και πτοαλέος, α, ον, Α φοβισμένος, τρομαγμένος. [ΕΤΥΜΟΛ. < πτοία / πτόα «τρομάρα, φόβος» + επίθημα αλέος (πρβλ. θαρραλέος, κερδ αλέος)] … Dictionary of Greek
έτοιμος — η, ο (ΑΜ ἕτοιμος, η, ον και ἕτοιμος, ον Α και ἑτοῑμος, η, ον και ἑτοῑμος, ον) 1. ο παρασκευασμένος, ο προετοιμασμένος για κάτι, ο πρόχειρος, ο διαθέσιμος, ο κατάλληλος για άμεση χρήση (α. «ὀνείαθ ἑτοῑμα προκείμενα», Ομ. Οδ. β. «καί τοι ταῡτα… … Dictionary of Greek
ευθαρσής — ές (ΑΜ εὐθαρσής, ές) 1. αυτός που έχει πολύ θάρρος, ο θαρραλέος αρχ. 1. (για μεταφραστές) ο τολμηρός 2. ο ασφαλής, ο ακίνδυνος («αἱ δὲ φανεραὶ φυλακαὶ δῆλα ἔχουσι καὶ τὰ δεινὰ καὶ τὰ εὐθαρσῆ» οι φανερές φυλακές έχουν φανερά και εκείνα τα οποία… … Dictionary of Greek